Τα Κουνούπια μας.
"Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα γνωστά...", δε θυμάμαι παρακάτω. Έχω καλές προθέσεις...
Μια τιρκουάζ παρασκευή ή μια μπλέ τετάρτη,
κινήσανε οι κώνωπες να κάνουνε απάτη.
Στριφνός και κώνωπας κακός, μπροστά πετάει ο Καρτέρης,
και από πίσω στρουμπουλός ξεχύνεται ο Περιφτέρης.
Με μάτια κόκκινα μικρά, γλιστρούνε μες την πόλη,
τούτη τη νύχτα συμφορά μέλλει να βρεί το Σούλι.
Πού πάμε Τέρη, λέει ο Πέρι, και του σκουντάει το χέρι.
Κείνος αδράκνει το βαρύ και κοφτερό μαχαίρι...
Τούτη η νύχτα είναι βαριά, θέλω κακό να κάνω,
κι ότι βρεθεί στο διάβα μου, σκόνη θε να το κάνω.
Με το κεντρί σκληρό και φόρα που θα πάρω,
θε να τρυπήσω ότι βρω και έτσι να ρεφάρω.
Είπε στο φίλο τον καλό, το πιο κακό κουνούπι,
και του δειξε τ αστραφτερό και κοφτερό παλούκι.
Φοβέρες έκραζε βριξιές, χολή και αηδία,
και πέταγε χαμηλά, με τρόμο και λαγνεία.
Πάμε να ξαποστάσουμε σε κείνο το γαιδούρι,
έχει και βρύση εκεί κοντά να σου γεμίσω το παγούρι.
Είπε ο κώνωψ στρουμπουλός στον αιμοβόρρο φίλο,
και ξαποστάσαν τελικά επάνω σ ένα σκύλον.
Τι έχεις σύντροφε καλέ, ξεχωριστό κουνούπι,
και πεταρίζεις στη νυχτιά, μαζί με το παλούκι;
Όλο σε συμφορές και κινδυνο με βάνεις,
τι διάολο έχεις βαλθεί και θές να μ αποκάμνεις;
Όπως, στο κέντρο που βρεθήκαμε ετότες τις προάλλες,
σ' εκείνηνα την πόλη πούχει κατοίκους με ζαλλάδες...
Αθήνα τη λένε στ όνομα και προοδεύει χρόνια,
και μεις τότε πετάγαμε επάνω απ την Ομόνοια.
Και τότε Καρτέρη μου καλέ κι αντριωμένε φίλε,
κακό είχες βάλει στο μυαλό βρε πεισμωμένε σκύλε.
Κι αφού βρε κώνωπα το ξές, ότι αυτούς δεν κάνει,
να τους δαγκώσεις τους τρελούς για συμφορά σε πιάνει.
Άπαξ και τσίμπησες αυτόν που εκοιμόταν στο παγκάκι,
ήρθε και σ ήβρε συμφορά γιατ είχε φάει τρυπάκι.
Και παρτα πούρτα τα φτερά χτυπιόσουν κάτω πάνω,
φώναζες και έκλαιγες και να μην ξέρω τι να κάνω.
Είπε ο φίλο στρουμπουλό, ο ξάδερφο ο Φτέρης,
και τού πε κοίτα εδώ, και του πασσάρει γάρο.
Είμαι ο Καρτέρης ο Κακός, το μοχθηρό κουνούπι,
κουβαλάω και μαζί τ αστραφτερό παλούκι,
δείτε με κόσμε σας γελώ κ όλους σας βάζω χάμω,
κι ότι κ άν θέλω να το βρώ, κι ότι κ αν θέλω κάνω.
Ναι βρε αγόρι μου τρελό, μωρέ τι να σε κάνω,
που σου ελλάλησε μυαλό, δεν ξέρω να το φτιάνω.
Να άναψε εδώ, ετούτο το σεφρέτο
καλύτερο κι απο τσικουδιά, κι απο ουίσκυ σκετο.
Για να μάθετε τι συνέβη στον Καρτερη το Μοχθηρό κουνούπι απλά περιμέντε.
κινήσανε οι κώνωπες να κάνουνε απάτη.
Στριφνός και κώνωπας κακός, μπροστά πετάει ο Καρτέρης,
και από πίσω στρουμπουλός ξεχύνεται ο Περιφτέρης.
Με μάτια κόκκινα μικρά, γλιστρούνε μες την πόλη,
τούτη τη νύχτα συμφορά μέλλει να βρεί το Σούλι.
Πού πάμε Τέρη, λέει ο Πέρι, και του σκουντάει το χέρι.
Κείνος αδράκνει το βαρύ και κοφτερό μαχαίρι...
Τούτη η νύχτα είναι βαριά, θέλω κακό να κάνω,
κι ότι βρεθεί στο διάβα μου, σκόνη θε να το κάνω.
Με το κεντρί σκληρό και φόρα που θα πάρω,
θε να τρυπήσω ότι βρω και έτσι να ρεφάρω.
Είπε στο φίλο τον καλό, το πιο κακό κουνούπι,
και του δειξε τ αστραφτερό και κοφτερό παλούκι.
Φοβέρες έκραζε βριξιές, χολή και αηδία,
και πέταγε χαμηλά, με τρόμο και λαγνεία.
Πάμε να ξαποστάσουμε σε κείνο το γαιδούρι,
έχει και βρύση εκεί κοντά να σου γεμίσω το παγούρι.
Είπε ο κώνωψ στρουμπουλός στον αιμοβόρρο φίλο,
και ξαποστάσαν τελικά επάνω σ ένα σκύλον.
Τι έχεις σύντροφε καλέ, ξεχωριστό κουνούπι,
και πεταρίζεις στη νυχτιά, μαζί με το παλούκι;
Όλο σε συμφορές και κινδυνο με βάνεις,
τι διάολο έχεις βαλθεί και θές να μ αποκάμνεις;
Όπως, στο κέντρο που βρεθήκαμε ετότες τις προάλλες,
σ' εκείνηνα την πόλη πούχει κατοίκους με ζαλλάδες...
Αθήνα τη λένε στ όνομα και προοδεύει χρόνια,
και μεις τότε πετάγαμε επάνω απ την Ομόνοια.
Και τότε Καρτέρη μου καλέ κι αντριωμένε φίλε,
κακό είχες βάλει στο μυαλό βρε πεισμωμένε σκύλε.
Κι αφού βρε κώνωπα το ξές, ότι αυτούς δεν κάνει,
να τους δαγκώσεις τους τρελούς για συμφορά σε πιάνει.
Άπαξ και τσίμπησες αυτόν που εκοιμόταν στο παγκάκι,
ήρθε και σ ήβρε συμφορά γιατ είχε φάει τρυπάκι.
Και παρτα πούρτα τα φτερά χτυπιόσουν κάτω πάνω,
φώναζες και έκλαιγες και να μην ξέρω τι να κάνω.
Είπε ο φίλο στρουμπουλό, ο ξάδερφο ο Φτέρης,
και τού πε κοίτα εδώ, και του πασσάρει γάρο.
Είμαι ο Καρτέρης ο Κακός, το μοχθηρό κουνούπι,
κουβαλάω και μαζί τ αστραφτερό παλούκι,
δείτε με κόσμε σας γελώ κ όλους σας βάζω χάμω,
κι ότι κ άν θέλω να το βρώ, κι ότι κ αν θέλω κάνω.
Ναι βρε αγόρι μου τρελό, μωρέ τι να σε κάνω,
που σου ελλάλησε μυαλό, δεν ξέρω να το φτιάνω.
Να άναψε εδώ, ετούτο το σεφρέτο
καλύτερο κι απο τσικουδιά, κι απο ουίσκυ σκετο.
Για να μάθετε τι συνέβη στον Καρτερη το Μοχθηρό κουνούπι απλά περιμέντε.